- ἀνεγκωμίαστος
- ἀνεγκωμίαστοςnot praisedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανεγκωμίαστος — η, ο (AM ἀνεγκωμίαστος, ον) αυτός που δεν εγκωμιάστηκε … Dictionary of Greek
ανεγκωμίαστος — η, ο αυτός που δεν εγκωμιάστηκε, δεν εξυμνήθηκε: Δε στενοχωριόταν καθόλου που είχε μείνει ανεγκωμίαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεγκωμίαστον — ἀνεγκωμίαστος not praised masc acc sg ἀνεγκωμίαστος not praised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκωμίαστα — ἀνεγκωμίαστος not praised neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεγκωμίασται — ἀνεγκωμίαστος not praised fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)